- συζυγώ
- -έω, Α [σύζυγος]1. (κυρίως για ζώα) είμαι ζευγμένος στον ίδιο ζυγό, είμαι ομόζυγος2. (για στρατιώτες) στέκομαι στον ίδιο ζυγό, στον ίδιο στοίχο3. είμαι σχετικός ή αντίστοιχος με κάποιον ή με κάτι άλλο, αντιστοιχώ4. έχω αμοιβαία σχέση5. γραμμ. (ιδίως για τύπους) παρουσιάζω αντιστοιχία.
Dictionary of Greek. 2013.